Γιώργος Αποστολίδης: ''Το ελληνικό πρωτάθλημα, έχει γίνει σκαλοπάτι για τους ξένους''

Ξεκίνησε από την Θεσσαλονίκη και τα τμήματα υποδομής του ΠΑΟΚ. Μεταπήδησε στον Ηρακλή, διένυσε μπόλικα χιλιόμετρα, επέστρεψε στον δικέφαλο του Βορρά, ενώ έφτασε να αγωνίζεται στο πλάι του Δημήτρη Διαμαντίδη και στον Παναθηναϊκό.
Ευθύς, καλοσυνάτος, πάντα με το χαμόγελο στα χείλη. Ο Γιώργος Καραστεργίου, συνάντησε τον Γιώργο Αποστολίδη και τον μετέφερε πίσω στο ξεκίνημα της καριέρας του, κάνοντας flashback σε σημεία κλειδιά, που λίγοι γνωρίζουν.
O έμπειρος άσος, μιλάει για τα πρώτα χρόνια και το ξεπέταγμα του στο ΠΑΟΚ. Το κλειδί της επιτυχίας κατά την δεύτερη θητεία του στον δικέφαλο του Βορρά, διάστημα στο οποίο η ομάδα έφτασε μέχρι και τα προκριματικά της Euroleague. Για την...αθόρυβη μεταγραφή στον Ολυμπιακό το 2007, εκθειάζει τον Παναθηναϊκό και τον Δημήτρη Διαμαντίδη, ενώ δεν παραλείπει να σχολιάσει και την σημερινή κατάσταση, στο μπασκετικό χάρτη της χώρας.
Γιώργο, αρχικά, πως κόλλησες το μικρόβιο του μπάσκετ;
Από πολύ μικρή ηλικία θυμάμαι τον εαυτό μου, όπως όλα τα παιδιά να έχουμε μια μπάλα στα χέρια. Κάποια στιγμή, ο πατέρας μου, στην πέμπτη δημοτικού με έγραψε στις ακαδημίες του ΠΑΟΚ και από εκεί, βήμα-βήμα, προπόνηση με την προπόνηση, αγάπησα πολύ το άθλημα, εξελίχθηκε πάρα πολύ καλά για εμένα και ανέβαινα επίπεδα μέρα με την ημέρα.
Ξεκίνησες από τον ΠΑΟΚ. Λένε πως κάθε αρχή και δύσκολη. Πως βίωσες εσύ ο ίδιος αυτό το πρώτο πέρασμα;
Στον ΠΑΟΚ ξεκίνησα από την πέμπτη δημοτικού από τις ακαδημίες. Πήγα στο μίνι, στο προ μίνι, στο προπαιδικό, παιδικό, εφηβικό και στα 16, με κάλεσε η ανδρική ομάδα. Το 2000, τότε που ο ΠΑΟΚ είχε κάνει πολύ καλή ομάδα, είχε κάνει ένα μεγάλο μπαμ, φέρνοντας μεγάλους παίχτες, όπως τον Άγγελο Κορονιό, τον Παναγιώτη Λιαδέλη, τον Κλαούντιο Κολντεμπέλα. Με κάλεσε στην προετοιμασία μαζί με τον Κώστα Βασιλειάδη και τον Θεόδωρο Τριφτανίδη. Εμείς οι τρεις, ήμασταν από το εφηβικό, ενώ εγώ, ήμουν σε όλες τις αποστολές με την ομάδα. Σιγά-σιγά, είδα πως είναι ο επαγγελματικός αθλητισμός και πως είναι να δουλεύεις σε υψηλό επίπεδο, με πολύ καλούς προπονητές όπως ο Γιάννης Σφαιρόπουλος και ο Κώστας Φλεβαράκης.
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Την μια ημέρα ήμουν με το εφηβικό, την επόμενη με τους άνδρες. Στην αρχή, ήταν πολύ δύσκολο για εμένα, άλλα ένιωσα ένα δέος, καθώς έβλεπα αθλητές που τους είχα δει στην τηλεόραση. Μετά, συνήθισα και άρχισα να βελτιώνομαι μέσα από τους αγώνες και τις προπονήσεις. Όχι τόσο στην μεγάλη ομάδα, αλλά στο εφηβικό τμήμα, προσπάθησα να βγάζω τις εικόνες μου και τις εμπειρίες μου και σιγά-σιγά να παίρνω και τις ευκαιρίες μου στο ανδρικό.
Την σεζόν 2010-2011, ο ΠΑΟΚ κατέκτησε την τρίτη θέση, που έβγαζε στα προκριματικά της Εuroleague. Ποιο ήταν το μυστικό για εκείνη την καλή ομάδα του δικεφάλου;
Ήρθα στον ΠΑΟΚ εκείνη την χρονιά, ξεκινήσαμε με πολλά όνειρα, με πολύ καλή ομάδα, τον Λάζαρο Παπαδόπουλο, είχαμε φέρει πολύ καλούς ξένους αθλητές. Ο Μάρσαλ, ο Ντόζιερ. Ο πρώτος αν θυμάμαι καλά είχε βγει και πρώτος σκόρερ εκείνη την σεζόν. Ήταν ο Γιώργος Δέδας. Γενικότερα, ήμασταν πολύ καλή ομάδα. Δυστυχώς, είχαμε κάποια οικονομικά προβλήματα την χρονιά εκείνη. Ήρθαν κάποιοι παίχτες, έφυγαν κάποιοι άλλοι, αλλά στο τέλος ήμασταν πολύ δεμένοι και καταφέραμε να τερματίσουμε τρίτοι, κάνοντας μια πολύ καλή χρονιά αγωνιστικά. Πήραμε και το εισιτήριο της Euroleague, ωστόσο, η ομάδα δεν τα κατάφερε την επόμενη χρονιά, στα προκριματικά. Εμείς κάναμε πολύ καλά την δουλειά μας, ο κόσμος ήταν ευτυχισμένος.
Είχαμε κερδίσει τον Άρη με μεγάλη ανατροπή, από 1-1, μας το γύρισε σε 1-2, πήραμε το διπλό στο Αλεξάνδρειο, στην υποτιθέμενη ''φιέστα'' του και πανηγυρίσαμε όλοι μαζί στο παλατάκι το 3-2, μέσα σε ένα κατάμεστο γήπεδο, με πολύ καλή ατμόσφαιρα.

Θα σε πάω λίγο πιο πίσω. Το 2007 συγκεκριμένα, όταν πήρες μεταγραφή στον Ολυμπιακό. Εκεί, δεν έπαιξες, πέρα από κάποια φιλικά. Πως προέκυψε η συμφωνία και τι πήγε στραβά εν συνεχεία και δεν αγωνίστηκες ποτέ εκεί;
Μετά από δύο πολύ καλές χρονιές στην Ολύμπια Λάρισας, την πρώτη με τον κόουτς Αλεξανδρή και την άλλη με τον κόουτς Μπαρτζώκα, που μπήκαμε και στα πλέι οφ, όντως ενδιαφέρθηκε για μένα ο Ολυμπιακός, είχα πρόταση και από τον Πανιώνιο, αλλά συμφώνησα με τον Ολυμπιακό, γιατί ήθελα να αγωνιστώ στο υψηλότερο επίπεδο και να δουλέψω. Πίστευα πως θα έχω κάποιον χώρο, θα είμαι κοντά στην ομάδα, θα μπω σε κάποιες αποστολές, θα δουλέψω σε αυτό το επίπεδο που ήθελα να είμαι. Όμως, η ομάδα πήρε αρκετούς παίχτες, εγώ δόθηκα δανεικός στον Πανελλήνιο. Δεν πήγε κάτι στραβά.
Εκείνη η χρόνια, ήταν μεταβατική για μένα, καθώς ο Πανελλήνιος είχε έτοιμη ομάδα και δεν είχα τόσο χρόνο συμμετοχής. Κέρδισα πολλές εμπειρίες, γιατί ήμουν σε καλό επίπεδο και στις δύο ομάδες, αφού επέστρεψα μετά στον Ολυμπιακό για προπονήσεις. Και έτσι, την επόμενη χρονιά στην ΑΕΛ, ήμουν πολύ έτοιμος, είχα κάνει πολλά καλά παιχνίδια, η ομάδα δυστυχώς δεν είχε πετύχει τότε, αλλά εγώ είχα πάρει πολεμοφόδια, πολλές πληροφορίες, γνώσεις και με βοήθησε πολύ. Θα ήθελα να μείνω στον Ολυμπιακό όσο περισσότερο μπορούσα, όμως, στον αθλητισμό τα πράγματα δεν έρχονται πάντα όπως τα περιμένουμε. Το σημαντικό είναι να προχωράς και ότι βρίσκεις μπροστά σου, να μπορείς να το εκμεταλλευτείς.
Μετά από μερικά χρόνια, το 2013-2014, πήγες στον Παναθηναϊκό. Στην αρχή ως μέλος των προπονήσεων και μετέπειτα κέρδισες το συμβόλαιο μέχρι το τέλος της σεζόν. Μίλησε μου λίγο για αυτό.
Το καλοκαίρι του 2013, είχαμε τελειώσει με τον Ηλυσιακό μια καλή χρονιά, σώζοντας την κατηγορία την τελευταία αγωνιστική με το Περιστέρι, σε ένα πολύ αγωνιώδες παιχνίδι. Εγώ έκανα τις προπονήσεις το καλοκαίρι, περιμένοντας κάποια πρόταση για το επόμενο βήμα μιας και δεν θα έμενα στον Ηλυσιακό. Εκεί, ο κόουτς Βόβορας που ήταν μέλος του τεχνικού επιτελείου στον Παναθηναϊκό, με κάλεσε μιας και γνωριζόμασταν από τα Τρίκαλα την σεζόν 2009-2010. Με ρώτησε αν θέλω να πάω στην προετοιμασία και με ενημέρωσε πως υπάρχει μια κενή θέση σαν πέμπτος γκάρντ. Φυσικά, δεν μου είπε ότι θα υπογράψω αμέσως συμβόλαιο, μου είπε αν θέλω να έρθω για να είμαι σε καλή κατάσταση και αν έρθει κάποια πρόταση από άλλη ομάδα, καλώς. Από εκεί και πέρα, μου είπε ότι αν πείσω τον Παναθηναϊκό , μπορεί και να παραμείνω. Εγώ το δέχτηκα με μεγάλη χαρά. Ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που είχα στην καριέρα μου.
Πήγα πολύ έτοιμος, δούλεψα καλά μέσα στο καλοκαίρι στην GBA με τον κόουτς Νικολαίδη. Ήμουν πολύ έτοιμος. Πήγα στην προετοιμασία, είδα μια απίστευτη ομάδα, μια απίστευτη λειτουργία. Αυτό που βλέπουμε όλοι στην τηλεόραση, είναι πραγματικότητα. Είναι μια διαφορετική ομάδα από τις άλλες και από την πρώτη στιγμή, ένιωσα ένα δέος, μεγάλη χαρά και κατάφερα μέσα από την σκληρή δουλειά και την προπόνηση, να πείσω την ομάδα, να υπογράψω συμβόλαιο, να παίξω κάποιους αγώνες και να πανηγυρίσουμε στο τέλος το ντάμπλ της Ελλάδος.

Εκεί συνάντησες και τον Δημήτρη Διαμαντίδη με τον οποίο ήσουν συμπαίχτης και στον Ηρακλή. Ποια είναι η γνώμη σου για αυτόν;
Σίγουρα, ήμουν πολύ τυχερός που γνώρισα στην καριέρα μου τον Δημήτρη και σαν συμπαίχτη και σαν φίλο. Είναι φανταστικός άνθρωπος, ταπεινός. Μου αρέσει πολύ να βρίσκομαι μαζί του, γιατί οι συζητήσεις και αυτά που λέει είναι σημαντικά. Πολύ αληθινά. Σαν συμπαίχτης, είναι από τους καλύτερους, με βοήθησε πολύ. Τον είχα σαν πρότυπο. Στον Ηρακλή, όταν ήμασταν μαζί και βγήκαμε τρίτοι, έκανε μια φανταστική χρονιά. Τα λόγια περισσεύουν για τον Δημήτρη. Έχει κάνει απίστευτα πράγματα. Όλοι σαν Έλληνες είμαστε περήφανοι για αυτόν. Πέρα από τα οπαδικά, επειδή έπαιξε σε Παναθηναικό και Ηρακλή, όλοι πιστεύω τον σέβονται και τον εκτιμούν, γιατί ουδέποτε δεν έδωσε κανένα δικαίωμα. Είναι αδαμάντινος χαρακτήρας και έχει προσφέρει πολλά και στον Παναθηναϊκό και στο ελληνικό μπάσκετ.
Μέχρι πέρυσι, ήσουν στην Α2 με τον Απόλλων Πάτρας. Φέτος επέστρεψες στα πάτρια εδάφη για λογαριασμό της Γέφυρας. Πως αποφάσισες να μετακομίσεις σε μια ομάδα που αγωνίζεται στην Β΄Εθνική πλέον.
Μετά από μια δύσκολη αλλά πετυχημένη χρονιά στον Απόλλωνα, όπου βγήκαμε τρίτοι με πολλές δυσκολίες, εγώ είχα κάποιους μικροτραυματισμούς, η Πάτρα είναι μακριά από την Θεσσαλονίκη που κατάγομαι, μου αρέσει εδώ πέρα και έτσι, προέκυψε το ενδιαφέρον της Γέφυρας. Με ικανοποίησε η πρόταση τόσο οικονομικά, όσο και αγωνιστικά, το είδα σαν μια μεγάλη πρόκληση για μένα και ευτυχώς με την βοήθεια των συμπαιχτών μου, καταφέραμε να κάνουμε μια καλή χρονιά και να σώσουμε την ομάδα σε ένα ανταγωνιστικό πρωτάθλημα.
Δεν το είδα ότι έκανα βήμα πίσω, μου αρέσει το μπάσκετ. Σε όλες τις κατηγορίες θεωρώ ότι είναι ίδιο, απλά αλλάζουν λίγο οι καταστάσεις, τα πρόσωπα και το επίπεδο. Το μπάσκετ είναι μπάσκετ, εγώ το αγαπώ, έχω κερδίσει πολλά και στην Γέφυρα έκανα μια πολύ καλή χρονιά και είμαι ευχαριστημένος.

Τέλος, μιας και είσαι χρόνια στον χώρο. Πως θα σχολίαζες την κατάσταση στο ελληνικό μπάσκετ;
Δυστυχώς, αυτό το διάστημα είναι πολύ άσχημο για το ελληνικό μπάσκετ, ζημειώνεται πάρα πολύ με αυτά που γίνονται, σε όλο τον κόσμο, γιατί έχει δύο μεγάλες ομάδες, που έχουν κάνει πολλά πράγματα στην Ευρώπη και το ελληνικό πρωτάθλημα. Η δική μου άποψη, είναι ότι πρέπει να βρεθεί μια λύση, να ρίξουν όλοι νερό στο κρασί τους για το καλό του ελληνικού μπάσκετ. Γιατί, αν θέλουν να προχωρήσουν, ελληνικό μπάσκετ χωρίς τον Ολυμπιακό, ευτυχώς ή δυστυχώς δεν γίνεται.
Οι μεγάλες ομάδες πρέπει να είναι δυνατές. Η ΑΕΚ, ο ΠΑΟΚ, ο Άρης, ο Ηρακλής που επέστρεψε τώρα, ο Πανιώνιος, είναι ομάδες που τραβάνε τον κόσμο και οι υπόλοιπες μικρομεσαίες να είναι κοντά για να υπάρχει ένα δυνατό πρωτάθλημα, όπως ήταν την δεκαετία του 90', που ήταν το νούμερο ένα πρωτάθλημα στην Ευρώπη. Πλέον, το ελληνικό πρωτάθλημα, έχει γίνει σκαλοπάτι για τους πολλούς ξένους που έρχονται στην χώρα μας, για να κάνουν ένα βήμα στα πιο προηγμένα πρωταθλήματα από το δικό μας.
Οπότε, θεωρώ πως πρέπει να βρεθεί μια λύση, μαζί με την ελληνική ομοσπονδία και τον ΕΣΑΚΕ, ώστε το μπάσκετ να έρθει ξανά στον δρόμο που ήταν.
